- ψωμοτύρι
- ψωμότυρο τό1) хлеб и брынза; 2) перен. скудная еда, голодная диета
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψωμοτύρι — και ψωμότυρο, το, Ν 1. ψωμί και τυρί ως αποκλειστική τροφή 2. (γενικά) φτωχό γεύμα 3. φρ. «τό έχει ψωμοτύρι» τό λέει [ή τό κάνει] συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + τυρί] … Dictionary of Greek
ψωμοτύρι — το 1. ψωμί και τυρί. 2. φτωχή τροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωμότυρο — το βλ. ψωμοτύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)